couple

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
couple couples

couple (en)

  1. (μόνο ενικός) δύο άτομα ή πράγματα ακριβώς
    I just put up a review of a couple movies on my blog.
    Μόλις ανάρτησα μια κριτική δύο ταινιών στο μπλογκ μου.
  2. (μόνο ενικός) λίγοι, ένας δυο, τουλάχιστον δύο αλλά μπορεί και να είναι 3,4 ή παραπάνω ανάλογα με το πραγματικό ή νοητικό μέγεθος των αντικειμένων και το συνολικό αριθμό τους
    Give me a couple of minutes.
    Δώσε μου δυολίγα) λεπτά.
    It's a couple of houses down from the bar on the corner.
    Βρίσκεται λίγα σπίτια πιο πέρα από το μπαρ στη γωνία.
    a couple friends - ένας δύο φίλοι
    They must spend a couple months/a couple of days.
    Πρέπει να περάσουν ένας δυο μήνες/μια δυο μέρες.
  3. το ζευγάρι, δύο άτομα που φαίνονται μαζί, ειδικά αν είναι παντρεμένοι ή σε ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
    married couples - παντρεμένα ζευγάρια
    Ten couples got up to dance.
    Δέκα ζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν.
    They are a happy couple.
    Είναι ευτυχισμένο ζευγάρι.
    My friend and her roommate act just like the Odd Couple.
    Η φίλη μου κι ο συγκάτοικός της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως το Παράξενο Ζευγάρι.

Ρήμα

ενεστώτας couple
γ΄ ενικό ενεστώτα couples
αόριστος coupled
παθητική μετοχή coupled
ενεργητική μετοχή coupling

couple (en)

  1. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) συνδέω δύο μέρη από κάτι, για παράδειγμα δύο οχήματα ή κομμάτια εξοπλισμού
    The two railway cars have been coupled.
    Σύνδεσαν τα δυο βαγόνια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη join
  2. (αμετάβατο, επίσημο) ζευγαρώνω, για ζώα

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

couple (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.