para

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

para (bs)



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

para (lt)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpara/
 

Ουσιαστικό

para (pl) θηλυκό

  1. το ζευγάρι
    • άντρας και γυναίκα
    • το ζευγαράκι
    • δύο όμοια πράγματα
    • ένα αντικείμενο που συνήθως αποτελείται από δύο κομμάτια
      para rękawiczek - ζευγάρι γάντια
    • ένα αντικείμενο που μοιάζει να αποτελείται από δύο κομμάτια
      para nożyczek - ψαλίδι (το ψαλίδι γιατί έχει "δύο" τμήματα και η λέξη nożyczki είναι στον πληθυντικό)
    • το δεύτερο μέλος ενός ζευγαριού
      chciałam/em nauczyć dzieci tańczyć, ale jedno (dziecko) zostało bez pary - ήθελα να μάθω τα παιδιά να χορεύουν αλλά ένα (παιδί) έμεινε χωρίς ζευγάρι
  2. ο ατμός
  3. ο παράς (υποδιαίρεση τούρκικου νομίσματος)

Εκφράσεις

  • inna para kaloszy

Συγγενικά



Πορτογαλικά (pt)

Πρόθεση

para (pt)



Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɑˈɾɑ/

Ουσιαστικό

para (tr)

Κλίση

Παράγωγα

  • paralı
  • parasal
  • parasız

Σύνθετα

  • para birimi
  • para cezası
  • bozuk para
  • demir para
  • kâğıt para
  • madenî para
  • nakit para
  • ekmek parası
  • kan parası

Απόγονοι

para (τουρκικά)

αλβανικά: para
δυτικά κιρκασιανά: парэ
αρμενικά: փարա
βουλγαρικά: пара
γερμανικά: Para
γεωργιανά: ფარა
κριμαϊκά ταταρικά: para
νέα ελληνικά: παράς
ουγγρικά: para
σερβοκροατικά: para
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.