par
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
par (fr)
- (γκολφ) ο συμβατικός αριθμός χτυπημάτων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η διαδρομή προς μια τρύπα
Πρόθεση
par (fr)
- από (για να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο)
- Wikipedia est rédigée par un grand nombre de contributeurs.
- με (για να δηλωθεί το μέσο)
- Cette lettre est envoyée par avion.
- από (για να δηλωθεί το τέλος και η αρχή)
- Il commença par le début.
- Elle finit par la fin.
- (μαθηματικά) ανά
- Ce chômeur gagne la moitié du SMIC par mois.
- μέσω
- Ce train va à Paris en cinq heures, en passant par Bordeaux.
- σχετικά με το κλίμα
- Par temps orageux, il ne faut pas s’abriter sous les arbres.
- μα
- Par Dieu !
- Mα το Θεό!
- Par Dieu !
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- par < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | par | paria |
| γενική | paris | parium |
| δοτική | parī | paribus |
| αιτιατική | par | paria |
| κλητική | par | paria |
| αφαιρετική | pari | paribus |
Πηγές
- par - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ρουμανικά (ro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.