ζευγηλάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζευγηλάτης | οἱ | ζευγηλάται |
| γενική | τοῦ | ζευγηλάτου | τῶν | ζευγηλατῶν |
| δοτική | τῷ | ζευγηλάτῃ | τοῖς | ζευγηλάταις |
| αιτιατική | τὸν | ζευγηλάτην | τοὺς | ζευγηλάτᾱς |
| κλητική ὦ! | ζευγηλάτᾰ | ζευγηλάται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζευγηλάτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζευγηλάταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ζευγηλάτης < ζεῦγ(ος) + -ηλάτης < (ἐλαύνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- ζευγηλάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζευγηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.