ζευγαρωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζευγαρωτός | η | ζευγαρωτή | το | ζευγαρωτό |
| γενική | του | ζευγαρωτού | της | ζευγαρωτής | του | ζευγαρωτού |
| αιτιατική | τον | ζευγαρωτό | τη | ζευγαρωτή | το | ζευγαρωτό |
| κλητική | ζευγαρωτέ | ζευγαρωτή | ζευγαρωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζευγαρωτοί | οι | ζευγαρωτές | τα | ζευγαρωτά |
| γενική | των | ζευγαρωτών | των | ζευγαρωτών | των | ζευγαρωτών |
| αιτιατική | τους | ζευγαρωτούς | τις | ζευγαρωτές | τα | ζευγαρωτά |
| κλητική | ζευγαρωτοί | ζευγαρωτές | ζευγαρωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζευγαρωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ζευγαρωτός Αυτός που υπάρχει, είναι, γίνεται κατα ζεύγη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.