ζευγαράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζευγαράκι | τα | ζευγαράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ζευγαράκι | τα | ζευγαράκια |
| κλητική | ζευγαράκι | ζευγαράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
- το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής: ειρωνική αναφορά σε ένα ζευγάρι που, για παράδειγμα, δίνει εξωτερικά την εντύπωση μιας αρμονικής συμβίωσης ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση τους
Μεταφράσεις
ζευγαράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.