ζευγαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζευγαράκι τα ζευγαράκια
      γενική
    αιτιατική το ζευγαράκι τα ζευγαράκια
     κλητική ζευγαράκι ζευγαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζευγαράκι < ζευγάρι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

ζευγαράκι ουδέτερο

  1. ένα ζευγάρι νέων ερωτευμένων
    ένα ζευγαράκι έκανε βόλτα στο πάρκο

Εκφράσεις

  • το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής: ειρωνική αναφορά σε ένα ζευγάρι που, για παράδειγμα, δίνει εξωτερικά την εντύπωση μιας αρμονικής συμβίωσης ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.