ζεύγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεύγος τα ζεύγη
      γενική του ζεύγους των ζευγών
    αιτιατική το ζεύγος τα ζεύγη
     κλητική ζεύγος ζεύγη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζεύγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζεῦγος < ζεύγνυμι

Ουσιαστικό

ζεύγος ουδέτερο

  1. ο συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
  2. δύο άνθρωποι που ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ή έχουν ερωτικό δεσμό
  3. (γλωσσολογία) ζευγάρι λέξεων με κοινά χαρακτηριστικά
    σημασιολογικά ζεύγη
     δείτε τη λέξη ελάχιστα ζεύγη
    (ειδικότερα) δύο λέξεις που εισήλθαν σε μία γλώσσα σε δύο διαφορετικές στιγμέςμ προερχομενες από μία άλλη γλώσσα (ή διάλεκτο)
    < απόδοση για την αγγλική doublet

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.