εφαρμοστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφαρμοστός | η | εφαρμοστή | το | εφαρμοστό |
| γενική | του | εφαρμοστού | της | εφαρμοστής | του | εφαρμοστού |
| αιτιατική | τον | εφαρμοστό | την | εφαρμοστή | το | εφαρμοστό |
| κλητική | εφαρμοστέ | εφαρμοστή | εφαρμοστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφαρμοστοί | οι | εφαρμοστές | τα | εφαρμοστά |
| γενική | των | εφαρμοστών | των | εφαρμοστών | των | εφαρμοστών |
| αιτιατική | τους | εφαρμοστούς | τις | εφαρμοστές | τα | εφαρμοστά |
| κλητική | εφαρμοστοί | εφαρμοστές | εφαρμοστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφαρμοστός < εφαρμόζω + -τός < αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω < ἐπί + ἁρμόζω < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ajusté)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.faɾ.moˈstos/
Επίθετο
εφαρμοστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
- (κολλητός)
- (ταιριαστός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.