ἁρμόζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἁρμόζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί).
Ρήμα
ἁρμόζω
- ενώνω, συνδέω, κάνω να χωρέσει
- αρραβωνιάζω
- κανονίζω, κυβερνάω, διοικώ
- αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος
- αττικός τύπος : ἁρμόττω
- δωρικός τύπος : ἁρμόσδω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἁρμόζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁρμόζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.