ἀραρίσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί) + -σκω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-sḱéti)

Ρήμα

ἀραρίσκω

  1. συνδέω, συνταιριάζω
  2. συνάπτω
  3. κατασκευάζω, παρασκευάζω
  4. συγκεντρώνω
  5. εφοδιάζω, εξοπλίζω
  6. είμαι ευχάριστος, ευχαριστώ

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.