εφαρμοστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφαρμοστικός | η | εφαρμοστική | το | εφαρμοστικό |
| γενική | του | εφαρμοστικού | της | εφαρμοστικής | του | εφαρμοστικού |
| αιτιατική | τον | εφαρμοστικό | την | εφαρμοστική | το | εφαρμοστικό |
| κλητική | εφαρμοστικέ | εφαρμοστική | εφαρμοστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφαρμοστικοί | οι | εφαρμοστικές | τα | εφαρμοστικά |
| γενική | των | εφαρμοστικών | των | εφαρμοστικών | των | εφαρμοστικών |
| αιτιατική | τους | εφαρμοστικούς | τις | εφαρμοστικές | τα | εφαρμοστικά |
| κλητική | εφαρμοστικοί | εφαρμοστικές | εφαρμοστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εφαρμόζω
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.