snug

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός snug
συγκριτικός snugger
υπερθετικός snuggest

Προφορά

ΔΦΑ : /snʌɡ/

Επίθετο

snug (en)

  1. χουχουλιάρικος, άνετος, αναπαυτικός, βολικός, βολεύομαι, ζεστός, άνετος και προστατευμένος, ειδικά από το κρύο
    He made himself snug in the large armchair.
    Βολεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη comfortable
  2. (για ρούχα) εφαρμοστός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.