tight
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | tight |
| συγκριτικός | tighter |
| υπερθετικός | tightest |
Επίθετο
tight (en)
- σφιχτός
- ↪ The knot is too tight.
- Ο κόμπος είναι πολύ σφιχτός.
- ↪ The knot is too tight.
- στενός, σφιχτός, που ταιριάζει πολύ στο σώμα μου και μερικές φορές είναι άβολο
- ↪ The green pants are tight on me.
- Το πράσινο παντελόνι μού είναι στενό.
- ↪ The skirt is too tight around the waist.
- Η φούστα είναι πολύ σφιχτή στη μέση.
- ↪ The shirt is tight around the neck.
- Το πουκάμισο είναι σφιχτό στο λαιμό.
- ↪ The green pants are tight on me.
- στενός, που είναι δύσκολο να χρησιμοποιώ γιατί δεν υπάρχει αρκετό
- ↪ a tight financial situation - στενή οικονομική κατάσταση
- σφιχτός με τα χρήματα
- τεντωμένος
- που έχει κάνει πολλές πρόβες και είναι ακριβής στην εκτέλεση
- (αργκό) πολύ ωραίος, πολύ καλός
- (αργκό) μεθυσμένος
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.