tight

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός tight
συγκριτικός tighter
υπερθετικός tightest

Επίθετο

tight (en)

  1. σφιχτός
    The knot is too tight.
    Ο κόμπος είναι πολύ σφιχτός.
  2. στενός, σφιχτός, που ταιριάζει πολύ στο σώμα μου και μερικές φορές είναι άβολο
    The green pants are tight on me.
    Το πράσινο παντελόνι μού είναι στενό.
    The skirt is too tight around the waist.
    Η φούστα είναι πολύ σφιχτή στη μέση.
    The shirt is tight around the neck.
    Το πουκάμισο είναι σφιχτό στο λαιμό.
  3. στενός, που είναι δύσκολο να χρησιμοποιώ γιατί δεν υπάρχει αρκετό
    a tight financial situation - στενή οικονομική κατάσταση
  4. σφιχτός με τα χρήματα
  5. τεντωμένος
  6. που έχει κάνει πολλές πρόβες και είναι ακριβής στην εκτέλεση
  7. (αργκό) πολύ ωραίος, πολύ καλός
  8. (αργκό) μεθυσμένος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.