εφαρμοστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφαρμοστής οι εφαρμοστές
      γενική του εφαρμοστή των εφαρμοστών
    αιτιατική τον εφαρμοστή τους εφαρμοστές
     κλητική εφαρμοστή εφαρμοστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφαρμοστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εφαρμοστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) επαγγελματίας που συναρμολογεί μηχανές ή τμήματα αυτών
    δούλεψε πολλά χρόνια σαν εφαρμοστής προπελών στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εφαρμοστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.