εφαρμοστέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφαρμοστέος η εφαρμοστέα το εφαρμοστέο
      γενική του εφαρμοστέου της εφαρμοστέας του εφαρμοστέου
    αιτιατική τον εφαρμοστέο την εφαρμοστέα το εφαρμοστέο
     κλητική εφαρμοστέε εφαρμοστέα εφαρμοστέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφαρμοστέοι οι εφαρμοστέες τα εφαρμοστέα
      γενική των εφαρμοστέων των εφαρμοστέων των εφαρμοστέων
    αιτιατική τους εφαρμοστέους τις εφαρμοστέες τα εφαρμοστέα
     κλητική εφαρμοστέοι εφαρμοστέες εφαρμοστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφαρμοστέος < (ελληνιστική κοινή) *ἐφαρμοστέος (απαντά μόνο ο τύπος ἐφαρμοστέον) < αρχαία ελληνική ἐφαρμόζω < ἐπί + ἁρμόζω < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-

Επίθετο

εφαρμοστέος, -α, -ο

  • που πρέπει να εφαρμοστεί
    Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τη σύμβαση της Ρώμης, με την οποία θεσπίσθηκαν ομοιόμορφοι κανόνες για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.