ταιριαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταιριαστός | η | ταιριαστή | το | ταιριαστό |
| γενική | του | ταιριαστού | της | ταιριαστής | του | ταιριαστού |
| αιτιατική | τον | ταιριαστό | την | ταιριαστή | το | ταιριαστό |
| κλητική | ταιριαστέ | ταιριαστή | ταιριαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταιριαστοί | οι | ταιριαστές | τα | ταιριαστά |
| γενική | των | ταιριαστών | των | ταιριαστών | των | ταιριαστών |
| αιτιατική | τους | ταιριαστούς | τις | ταιριαστές | τα | ταιριαστά |
| κλητική | ταιριαστοί | ταιριαστές | ταιριαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /teɾ.ʝaˈstos/ & /teɾ.i̯aˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐ρια‐στός
- ταιριαχτός
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.