ευπατρίδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευπατρίδης οι ευπατρίδες
      γενική του ευπατρίδη των ευπατριδών
    αιτιατική τον ευπατρίδη τους ευπατρίδες
     κλητική ευπατρίδη ευπατρίδες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευπατρίδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπατρίδης < εὖ + πατήρ + -ίδης («ο γιος καλού / ευγενούς πατέρα») (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gentilhomme)[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.paˈtɾi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευπατρίδης

Ουσιαστικό

ευπατρίδης αρσενικό

  1. (ιστορία) (αρχαία Αθήνα) άτομο της ανώτερης κοινωνικής τάξης, (κατ’ επέκταση) αριστοκράτης
      Ας πάμε 2.600 και κάτι χρόνια πριν, στην αρχαία Αθήνα τού 636 ή 632 π.Χ. Ο ευπατρίδης, ολυμπιονίκης και γαμπρός του τυράννου των Μεγάρων Θεαγένη, ο Κύλων, κατέλαβε με στρατό την Ακρόπολη. Στόχο είχε να πάρει τη θέση του τυράννου των Αθηνών Μεγακλέους. Ο λαός των Αθηνών όμως, δεν πήγε με το μέρος του στασιαστή, αντίθετα πολιόρκησε την Ακρόπολη επί πολλές ημέρες, αφήνοντας τους πολιορκημένους χωρίς νερό και τροφή. (*)
  2. (ιστορία) (αρχαία Ρώμη) πατρίκιος
  3. άτομο αριστοκρατικής καταγωγής, καλλιεργημένο και με ευγενικούς τρόπους
      O γνωστός δημοσιογράφος (…), που πέθανε χθες σε ηλικία 77 ετών, ήταν ένα από τα μεγάλα και σεβαστά ονόματα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Ένας αληθινός ευπατρίδης της δημοσιογραφίας. (Εφημερίδα των Συντακτών, 19.09.2022)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ευπατρίδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευπατρίδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.