εὐπατρίδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | εὐπατρίδης | οἱ | εὐπατρίδαι |
| γενική | τοῦ | εὐπατρίδου | τῶν | εὐπατριδῶν |
| δοτική | τῷ | εὐπατρίδῃ | τοῖς | εὐπατρίδαις |
| αιτιατική | τὸν | εὐπατρίδην | τοὺς | εὐπατρίδᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐπατρίδη | εὐπατρίδαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐπατρίδᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐπατρίδαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εὐπατρίδης αρσενικό
- (για άτομα) που προέρχονται από ευγενή, πλούσια οικογένεια
- (στον πληθυντικό) η αριστοκρατική τάξη της Αθήνας
- (ελληνιστική σημασία , στη Ρώμη) πατρίκιος
- για το λατινικό patricius
Πηγές
- εὐπατρίδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐπατρίδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.