αριστοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αριστοκρατικός | η | αριστοκρατική | το | αριστοκρατικό |
| γενική | του | αριστοκρατικού | της | αριστοκρατικής | του | αριστοκρατικού |
| αιτιατική | τον | αριστοκρατικό | την | αριστοκρατική | το | αριστοκρατικό |
| κλητική | αριστοκρατικέ | αριστοκρατική | αριστοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αριστοκρατικοί | οι | αριστοκρατικές | τα | αριστοκρατικά |
| γενική | των | αριστοκρατικών | των | αριστοκρατικών | των | αριστοκρατικών |
| αιτιατική | τους | αριστοκρατικούς | τις | αριστοκρατικές | τα | αριστοκρατικά |
| κλητική | αριστοκρατικοί | αριστοκρατικές | αριστοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αριστοκρατικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.