πατρίκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πατρίκιος | οι | πατρίκιοι |
| γενική | του | πατρικίου & πατρίκιου |
των | πατρικίων |
| αιτιατική | τον | πατρίκιο | τους | πατρικίους & πατρίκιους |
| κλητική | πατρίκιε | πατρίκιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατρίκιος < ελληνιστική κοινή πατρίκιος < λατινική patricius < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * phtḗr (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patricien)
Ουσιαστικό
πατρίκιος αρσενικό (θηλυκό: πατρικία)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πατέρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.