στασιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στασιαστής | οι | στασιαστές |
| γενική | του | στασιαστή | των | στασιαστών |
| αιτιατική | τον | στασιαστή | τους | στασιαστές |
| κλητική | στασιαστή | στασιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στασιαστής < → λείπει η ετυμολογία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sta.si.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐σι‐α‐στής
Ουσιαστικό
στασιαστής αρσενικό
- αυτός που συμμετέχει σε στάση, που στασιάζει, που αμφισβητεί τη νόμιμη εξουσία ή αρχή ή την διεκδικεί από το νόμιμο κάτοχό της
- ↪ Οι στασιαστές απομόνωσαν στο αμπάρι τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος που έμειναν πιστοί στον πλοίαρχο.
- ↪ Ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αναφορές
- στασιαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στασιαστής | οἱ | στασιασταί |
| γενική | τοῦ | στασιαστοῦ | τῶν | στασιαστῶν |
| δοτική | τῷ | στασιαστῇ | τοῖς | στασιασταῖς |
| αιτιατική | τὸν | στασιαστήν | τοὺς | στασιαστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | στασιαστᾰ́ | στασιασταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στασιαστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στασιασταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- στασιαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.