ολυμπιονίκης
Νέα ελληνικά (el)

αρχαίο μωσαϊκό που παριστάνει ολυμπιονίκες (μουσείο Ολυμπίας)

ολυμπιονίκες της άρσης βαρών στους Ολυμπιακούς της Μόσχας το 1980
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ολυμπιονίκης | οι | ολυμπιονίκες |
| γενική | του | ολυμπιονίκη | των | ολυμπιονικών |
| αιτιατική | τον | ολυμπιονίκη | τους | ολυμπιονίκες |
| κλητική | ολυμπιονίκη | ολυμπιονίκες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολυμπιονίκης < αρχαία ελληνική ὀλυμπιονίκης < Ὀλυμπία + νίκη
Ουσιαστικό
ολυμπιονίκης αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία) (αθλητισμός) ο νικητής στα Ολύμπια
- (αθλητισμός) ο νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Μεταφράσεις
ολυμπιονίκης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.