εστίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εστίαση οι εστιάσεις
      γενική της εστίασης* των εστιάσεων
    αιτιατική την εστίαση τις εστιάσεις
     κλητική εστίαση εστιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εστιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εστίαση < εστιάζω + -ση[1] < εστία < αρχαία ελληνική ἑστία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική focalization[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική focalisation[2])

Ουσιαστικό

εστίαση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εστιάζω
    συλλογή πρωτογενούς υλικού από ομάδες εστίασης στα πλαίσια του φαινομενολογικού παραδείγματος
  2. (λογοτεχνία) η σχέση των γνώσεων του αφηγητή για τα πρόσωπα μιας αφήγησης με τις γνώσεις των ίδων των προσώπων της αφήγησης

Πολυλεκτικοί όροι

  • μηδενική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα (παντογνώστης αφηγητής)
  • εσωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα (ή ένα από τα πρόσωπα)
  • εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τα πρόσωπα (ή ένα από τα πρόσωπα)

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

εστίαση < αρχαία ελληνική ἑστίασις < ἑστία

Ουσιαστικό

εστίαση θηλυκό

  1. η παράθεση γεύματος
  2. ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει τα εστιατόρια

Συγγενικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

  1. εστίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εστίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.