καφεστίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καφεστίαση | οι | καφεστιάσεις |
| γενική | της | καφεστίασης* | των | καφεστιάσεων |
| αιτιατική | την | καφεστίαση | τις | καφεστιάσεις |
| κλητική | καφεστίαση | καφεστιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καφεστιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καφεστίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.