καφεστίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφεστίαση οι καφεστιάσεις
      γενική της καφεστίασης* των καφεστιάσεων
    αιτιατική την καφεστίαση τις καφεστιάσεις
     κλητική καφεστίαση καφεστιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καφεστιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφεστίαση < καφές + εστίαση

Ουσιαστικό

καφεστίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.