ἑστία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑστί αἱ ἑστίαι
      γενική τῆς ἑστίᾱς τῶν ἑστιῶν
      δοτική τῇ ἑστί ταῖς ἑστίαις
    αιτιατική τὴν ἑστίᾱν τὰς ἑστίᾱς
     κλητική ! ἑστί ἑστίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑστί
γεν-δοτ τοῖν  ἑστίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑστία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἑστία θηλυκό

  1. η εστία, το τζάκι
  2. το σπίτι
  3. η οικογένεια
  4. ο βωμός
  5. ο χώρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.