ἐσθίω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐσθίω 
Παρατατικός  ἤσθιον 
Μέλλοντας  ἔδομαι 
Αόριστος  ἔφαγον 
Παρακείμενος  ἐδήδοκα 
Υπερσυντέλικος  ἐδηδόκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἐσθίω < ἔδω

Ρήμα

ἐσθίω

Συγγενικά

  • ἔδεσμα
  • ἐδεστέον
  • ἐδεστής
  • ἐδεστός
  • ἐδητύς

Σύνθετα

  • ἀνεσθίω
  • ἀπεσθίω
  • διεσθίω
  • ἐξεσθίω
  • ἐπεσθίω
  • κατεσθίω
  • παρεσθίω
  • περιεσθίω
  • προεσθίω
  • συνεσθίω

ἔφαγον, που είναι ο β΄αόριστος του ρήματος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.