εστιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εστιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εστιάζω
  2. θα εστιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εστιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εστιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εστίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.