επίτοκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | επίτοκος | το | επίτοκο | ||
| γενική | του/της | επίτοκου | του | επίτοκου | ||
| αιτιατική | τον/την | επίτοκο | το | επίτοκο | ||
| κλητική | επίτοκε | επίτοκο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | επίτοκοι | τα | επίτοκα | ||
| γενική | των | επίτοκων | των | επίτοκων | ||
| αιτιατική | τους/τις | επίτοκους | τα | επίτοκα | ||
| κλητική | επίτοκοι | επίτοκα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίτοκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτοκος < ἐπί + τόκος (τοκετός)
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίτοκος | οι | επίτοκοι (επίτοκες) |
| γενική | της | επιτόκου | των | επιτόκων |
| αιτιατική | την | επίτοκο | τις | επιτόκους (επίτοκες) |
| κλητική | επίτοκε (επίτοκο) | επίτοκοι (επίτοκες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
επίτοκος θηλυκό [2]
- (λόγιο) το θηλυκό ον (άνθρωπος, ζώο...) που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης
Αναφορές
- επίτοκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ως ουσιαστικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.