λεχώνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεχώνα οι λεχώνες
      γενική της λεχώνας των λεχώνων
    αιτιατική τη λεχώνα τις λεχώνες
     κλητική λεχώνα λεχώνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεχώνα < μεσαιωνική ελληνική λεχώνα < (ελληνιστική κοινή) *λεχών < αρχαία ελληνική λεχώ

Ουσιαστικό

λεχώνα θηλυκό

  1. η γυναίκα που έχει γεννήσει μόλις ή κατά το διάστημα των τελευταίων σαράντα ημερών
  2. (μεταφορικά) ο άνθρωπος που παραπονιέται συνεχώς, φυγοπονεί και αναβάλλει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.