τόκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόκος οι τόκοι
      γενική του τόκου των τόκων
    αιτιατική τον τόκο τους τόκους
     κλητική τόκε τόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόκος (γέννηση) < τοκ- < τεκ- (από το οποίο προέρχεται και το τίκτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈto.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόκος

Ουσιαστικό

τόκος αρσενικό

  1. (οικονομία): το κέρδος που προκύπτει για το δανειστή ή πιστωτή από το κεφάλαιο που δανείζει στον δανειζόμενο ή δανειολήπτη και το οποίο καθορίζεται με διμερή συμφωνία άλλοτε στο πλαίσιο του νόμου και άλλοτε παράνομα
    με τους τόκους θα πάρει πίσω τα τριπλά απ' όσα δάνεισε στο φουκαρά
  2. το επιτόκιο
    του δάνεισε με τόκο 10%, δηλαδή για τα 1000 ευρώ που έδωσε θα πάρει 1100

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τόκος < τίκτω

Ουσιαστικό

τόκος αρσενικό

  1. τοκετός
  2. το διάστημα της εγκυμοσύνης
    ἐνιαύσιος ὁ τόκος
  3. απόγονος
  4. (μεταφορικά) τόκος, χρήματα που "γεννιούνται" από το δανεισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.