birth

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
birth births

birth (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η γέννηση
    The child weighed 3 kilos at birth.
    Το παιδί ζύγισε 3 κιλά στη γέννηση του.
    birth control/birth rate - έλεγχος γεννήσεων/ποσοστό γεννήσεων
    birth place/birth certificate - τόπος γεννήσεως/πιστοποιητικό γεννήσεως
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη childbirth

Παράγωγα

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας birth
γ΄ ενικό ενεστώτα births
αόριστος birthed
παθητική μετοχή birthed
ενεργητική μετοχή birthing

birth (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.