επίκουρος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίκουρος | η | επίκουρη | το | επίκουρο |
| γενική | του | επίκουρου | της | επίκουρης | του | επίκουρου |
| αιτιατική | τον | επίκουρο | την | επίκουρη | το | επίκουρο |
| κλητική | επίκουρε | επίκουρη | επίκουρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίκουροι | οι | επίκουρες | τα | επίκουρα |
| γενική | των | επίκουρων | των | επίκουρων | των | επίκουρων |
| αιτιατική | τους | επίκουρους | τις | επίκουρες | τα | επίκουρα |
| κλητική | επίκουροι | επίκουρες | επίκουρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
επίκουρος, -η, -ο
Πολυλεκτικοί όροι
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επίκουρος | οι | επίκουροι |
| γενική | του/της του |
επικούρου επίκουρου |
των | επικούρων |
| αιτιατική | τον/την | επίκουρο | τους/τις τους |
επικούρους επίκουρους |
| κλητική | επίκουρε | επίκουροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
επίκουρος αρσενικό ή θηλυκό
- ο βοηθός
- (θηλυκό) επίκουρη
Συγγενικά
- επικούρειος
- επικουρία
- επικουρικός
- Επίκουρος
- επικουρώ
- συνεπικουρία
- συνεπίκουρος
- συνεπικουρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.