επικουρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικουρικός η επικουρική το επικουρικό
      γενική του επικουρικού της επικουρικής του επικουρικού
    αιτιατική τον επικουρικό την επικουρική το επικουρικό
     κλητική επικουρικέ επικουρική επικουρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικουρικοί οι επικουρικές τα επικουρικά
      γενική των επικουρικών των επικουρικών των επικουρικών
    αιτιατική τους επικουρικούς τις επικουρικές τα επικουρικά
     κλητική επικουρικοί επικουρικές επικουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικουρικός < αρχαία ελληνική ἐπικουρικός

Επίθετο

επικουρικός, -ή, -ό

  1. βοηθητικός, ενισχυτικός
  2. συμπληρωματικός (πχ για εισόδημα)
    επικουρικό ταμείο ασφάλισης
    η κύρια σύνταξη και η επικουρική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.