επικουρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικουρικός | η | επικουρική | το | επικουρικό |
| γενική | του | επικουρικού | της | επικουρικής | του | επικουρικού |
| αιτιατική | τον | επικουρικό | την | επικουρική | το | επικουρικό |
| κλητική | επικουρικέ | επικουρική | επικουρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικουρικοί | οι | επικουρικές | τα | επικουρικά |
| γενική | των | επικουρικών | των | επικουρικών | των | επικουρικών |
| αιτιατική | τους | επικουρικούς | τις | επικουρικές | τα | επικουρικά |
| κλητική | επικουρικοί | επικουρικές | επικουρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικουρικός < αρχαία ελληνική ἐπικουρικός
Επίθετο
επικουρικός, -ή, -ό
- βοηθητικός, ενισχυτικός
- συμπληρωματικός (πχ για εισόδημα)
- επικουρικό ταμείο ασφάλισης
- η κύρια σύνταξη και η επικουρική
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επικουρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.