Επίκουρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Επίκουρος | οι | Επίκουροι |
| γενική | του | Επίκουρου & Επικούρου |
των | Επίκουρων & Επικούρων |
| αιτιατική | τον | Επίκουρο | τους | Επίκουρους & Επικούρους |
| κλητική | Επίκουρε | Επίκουροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Επίκουρος < αρχαία ελληνική Ἐπίκουρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.ku.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐πί‐κου‐ρος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Επίκουρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.