επίκουρος καθηγητής
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
επίκουρος καθηγητής αρσενικό
- πανεπιστημιακός βαθμός μεσαίου επιπέδου στην ιεραρχία των εκλεγμένων διδασκόντων με διδακτορικό τίτλο, ανώτερος από τον λέκτορα και αμέσως κάτω από τον αναπληρωτή καθηγητή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.