reader

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
reader (en)
- αναγνώστης
- (ΗΒ) πανεπιστημιακός με βαθμό κατώτερο του καθηγητή και ανώτερο του λέκτορα, επίκουρος ή αναπληρωτής καθηγητής
- (πληροφορική) συσκευή ανάγνωσης μέσων αποθήκευσης, πχ καρτών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.