reader

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

reader (en)

  1. αναγνώστης
  2. (ΗΒ) πανεπιστημιακός με βαθμό κατώτερο του καθηγητή και ανώτερο του λέκτορα, επίκουρος ή αναπληρωτής καθηγητής
  3. (πληροφορική) συσκευή ανάγνωσης μέσων αποθήκευσης, πχ καρτών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.