ἐπίκουρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπίκουρος | οἱ | ἐπίκουροι |
| γενική | τοῦ | ἐπικούρου | τῶν | ἐπικούρων |
| δοτική | τῷ | ἐπικούρῳ | τοῖς | ἐπικούροις |
| αιτιατική | τὸν | ἐπίκουρον | τοὺς | ἐπικούρους |
| κλητική ὦ! | ἐπίκουρε | ἐπίκουροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικούρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικούροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπίκουρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐπίκουρος, -ου αρσενικό
- βοηθός, σύμμαχος
- (στον πληθυντικό) μισθοφόροι στρατιώτες
- σωματοφύλακες βασιλιάδων
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίκουρος | τὸ | ἐπίκουρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπικούρου | τοῦ | ἐπικούρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπικούρῳ | τῷ | ἐπικούρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίκουρον | τὸ | ἐπίκουρον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκουρε | ἐπίκουρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίκουροι | τὰ | ἐπίκουρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπικούρων | τῶν | ἐπικούρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπικούροις | τοῖς | ἐπικούροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπικούρους | τὰ | ἐπίκουρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίκουροι | ἐπίκουρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικούρω | τὼ | ἐπικούρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικούροιν | τοῖν | ἐπικούροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- αἰνεπίκουρος
- ἐπικούριος
- → και δείτε τη λέξη ἐπικουρέω
Πηγές
- ἐπίκουρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκουρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.