επικούρειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικούρειος η επικούρεια το επικούρειο
      γενική του επικούρειου της επικούρειας του επικούρειου
    αιτιατική τον επικούρειο την επικούρεια το επικούρειο
     κλητική επικούρειε επικούρεια επικούρειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικούρειοι οι επικούρειες τα επικούρεια
      γενική των επικούρειων των επικούρειων των επικούρειων
    αιτιατική τους επικούρειους τις επικούρειες τα επικούρεια
     κλητική επικούρειοι επικούρειες επικούρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικούρειος < ελληνιστική κοινή Ἐπικούρειος

Επίθετο

επικούρειος

  1. που έχει σχέση με τον Επίκουρο και τις φιλοσοφικές του απόψεις ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (σπάνιο) ευδαιμονιστικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) επικούρειος: φιλόσοφος ή διανοητής που ασπάζεται τις φιλοσοφικές απόψεις του Επίκουρου ή ζει σύμφωνα μ’ αυτές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.