επικούρειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικούρειος | η | επικούρεια | το | επικούρειο |
| γενική | του | επικούρειου | της | επικούρειας | του | επικούρειου |
| αιτιατική | τον | επικούρειο | την | επικούρεια | το | επικούρειο |
| κλητική | επικούρειε | επικούρεια | επικούρειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικούρειοι | οι | επικούρειες | τα | επικούρεια |
| γενική | των | επικούρειων | των | επικούρειων | των | επικούρειων |
| αιτιατική | τους | επικούρειους | τις | επικούρειες | τα | επικούρεια |
| κλητική | επικούρειοι | επικούρειες | επικούρεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικούρειος < ελληνιστική κοινή Ἐπικούρειος
Επίθετο
επικούρειος
- που έχει σχέση με τον Επίκουρο και τις φιλοσοφικές του απόψεις ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (σπάνιο) ευδαιμονιστικός
- (ουσιαστικοποιημένο) επικούρειος: φιλόσοφος ή διανοητής που ασπάζεται τις φιλοσοφικές απόψεις του Επίκουρου ή ζει σύμφωνα μ’ αυτές
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Επίκουρος
Μεταφράσεις
επικούρειος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.