ενοίκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενοίκιο | τα | ενοίκια |
| γενική | του | ενοικίου & ενοίκιου |
των | ενοικίων |
| αιτιατική | το | ενοίκιο | τα | ενοίκια |
| κλητική | ενοίκιο | ενοίκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενοίκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνοίκιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈni.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νοί‐κι‐ο
Ουσιαστικό
ενοίκιο ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ενοίκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.