νοικάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νοικάρης | οι | νοικάρηδες |
| γενική | του | νοικάρη | των | νοικάρηδων |
| αιτιατική | τον | νοικάρη | τους | νοικάρηδες |
| κλητική | νοικάρη | νοικάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νοικάρης αρσενικό (θηλυκό νοικάρισσα)
- ο μισθωτής, ο ενοικιαστής ενός διαμερίσματος ή δωματίου σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.