ενοικιαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενοικιαστήριο | τα | ενοικιαστήρια |
| γενική | του | ενοικιαστηρίου & ενοικιαστήριου |
των | ενοικιαστηρίων |
| αιτιατική | το | ενοικιαστήριο | τα | ενοικιαστήρια |
| κλητική | ενοικιαστήριο | ενοικιαστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενοικιαστήριο < ουδέτερο του επιθέτου ενοικιαστήριος ως ουσ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ni.ci.aˈsti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
ενοικιαστήριο ουδέτερο
- ειδικό έντυπο που πληροφορεί το κοινό για τη διάθεση ενός ακινήτου προς ενοικίαση
- συμφωνητικό ή συμβόλαιο που υπογράφεται για την επισημοποίηση μιας ενοικίασης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.