νοίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοίκι τα νοίκια
      γενική του νοικιού των νοικιών
    αιτιατική το νοίκι τα νοίκια
     κλητική νοίκι νοίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νοίκιν < ἐνοίκιν < αρχαία ελληνική ἐνοίκιον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈni.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοίκι
ομόηχο: νίκη

Ουσιαστικό

νοίκι ουδέτερο

  • (οικείο) το ενοίκιο
    χρωστάω τρία νοίκια

Εκφράσεις

  • μένω στο νοίκι: δεν έχω δικό μου σπίτι και κατοικώ σε κάποιο που νοίκιασα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.