ενοικιοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενοικιοστάσιο τα ενοικιοστάσια
      γενική του ενοικιοστασίου
& ενοικιοστάσιου
των ενοικιοστασίων
    αιτιατική το ενοικιοστάσιο τα ενοικιοστάσια
     κλητική ενοικιοστάσιο ενοικιοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενοικιοστάσιο < ενοίκι(ο) + -ο- + -στάσιο (στάση)

Ουσιαστικό

ενοικιοστάσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.