ενοικιάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενοικιάστρια | οι | ενοικιάστριες |
| γενική | της | ενοικιάστριας | των | ενοικιαστριών |
| αιτιατική | την | ενοικιάστρια | τις | ενοικιάστριες |
| κλητική | ενοικιάστρια | ενοικιάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενοικιάστρια < ενοικιαστής + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.