ξενοίκιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενοίκιαστος | η | ξενοίκιαστη | το | ξενοίκιαστο |
| γενική | του | ξενοίκιαστου | της | ξενοίκιαστης | του | ξενοίκιαστου |
| αιτιατική | τον | ξενοίκιαστο | την | ξενοίκιαστη | το | ξενοίκιαστο |
| κλητική | ξενοίκιαστε | ξενοίκιαστη | ξενοίκιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενοίκιαστοι | οι | ξενοίκιαστες | τα | ξενοίκιαστα |
| γενική | των | ξενοίκιαστων | των | ξενοίκιαστων | των | ξενοίκιαστων |
| αιτιατική | τους | ξενοίκιαστους | τις | ξενοίκιαστες | τα | ξενοίκιαστα |
| κλητική | ξενοίκιαστοι | ξενοίκιαστες | ξενοίκιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξενοίκιαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ξενοίκιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει νοικιαστεί, που προσφέρθηκε για χρήση με ενοίκιο αλλά δεν τον νοίκιασε κανείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.