ενοικιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενοικιάζω < μεσαιωνική ελληνική ἐνοικιάζω < ἔνοικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ni.ciˈa.zo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενοικιάζω | ενοικίαζα | θα ενοικιάζω | να ενοικιάζω | ενοικιάζοντας | |
| β' ενικ. | ενοικιάζεις | ενοικίαζες | θα ενοικιάζεις | να ενοικιάζεις | ενοικίαζε | |
| γ' ενικ. | ενοικιάζει | ενοικίαζε | θα ενοικιάζει | να ενοικιάζει | ||
| α' πληθ. | ενοικιάζουμε | ενοικιάζαμε | θα ενοικιάζουμε | να ενοικιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ενοικιάζετε | ενοικιάζατε | θα ενοικιάζετε | να ενοικιάζετε | ενοικιάζετε | |
| γ' πληθ. | ενοικιάζουν(ε) | ενοικίαζαν ενοικιάζαν(ε) |
θα ενοικιάζουν(ε) | να ενοικιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενοικίασα | θα ενοικιάσω | να ενοικιάσω | ενοικιάσει | ||
| β' ενικ. | ενοικίασες | θα ενοικιάσεις | να ενοικιάσεις | ενοικίασε | ||
| γ' ενικ. | ενοικίασε | θα ενοικιάσει | να ενοικιάσει | |||
| α' πληθ. | ενοικιάσαμε | θα ενοικιάσουμε | να ενοικιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ενοικιάσατε | θα ενοικιάσετε | να ενοικιάσετε | ενοικιάστε | ||
| γ' πληθ. | ενοικίασαν ενοικιάσαν(ε) |
θα ενοικιάσουν(ε) | να ενοικιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενοικιάσει | είχα ενοικιάσει | θα έχω ενοικιάσει | να έχω ενοικιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενοικιάσει | είχες ενοικιάσει | θα έχεις ενοικιάσει | να έχεις ενοικιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενοικιάσει | είχε ενοικιάσει | θα έχει ενοικιάσει | να έχει ενοικιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενοικιάσει | είχαμε ενοικιάσει | θα έχουμε ενοικιάσει | να έχουμε ενοικιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενοικιάσει | είχατε ενοικιάσει | θα έχετε ενοικιάσει | να έχετε ενοικιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενοικιάσει | είχαν ενοικιάσει | θα έχουν ενοικιάσει | να έχουν ενοικιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ενοικιάζω
|
→ δείτε τη λέξη νοικιάζω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.