νοικιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νοικιασμένος | η | νοικιασμένη | το | νοικιασμένο |
| γενική | του | νοικιασμένου | της | νοικιασμένης | του | νοικιασμένου |
| αιτιατική | τον | νοικιασμένο | τη | νοικιασμένη | το | νοικιασμένο |
| κλητική | νοικιασμένε | νοικιασμένη | νοικιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νοικιασμένοι | οι | νοικιασμένες | τα | νοικιασμένα |
| γενική | των | νοικιασμένων | των | νοικιασμένων | των | νοικιασμένων |
| αιτιατική | τους | νοικιασμένους | τις | νοικιασμένες | τα | νοικιασμένα |
| κλητική | νοικιασμένοι | νοικιασμένες | νοικιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νοικιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοικιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.