εγγυημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγυημένος η εγγυημένη το εγγυημένο
      γενική του εγγυημένου της εγγυημένης του εγγυημένου
    αιτιατική τον εγγυημένο την εγγυημένη το εγγυημένο
     κλητική εγγυημένε εγγυημένη εγγυημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγυημένοι οι εγγυημένες τα εγγυημένα
      γενική των εγγυημένων των εγγυημένων των εγγυημένων
    αιτιατική τους εγγυημένους τις εγγυημένες τα εγγυημένα
     κλητική εγγυημένοι εγγυημένες εγγυημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγγυημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠγγυημένος, μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐγγυάω, ἐγγυῶ (παρέχω ενέχυρο) και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garanti[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγγυημένος

Μετοχή

εγγυημένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εγγύηση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.