εγγυημένο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.iˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγγυημένο

Κλιτικός τύπος μετοχής

εγγυημένο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του εγγυημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εγγυημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.