εγγυημένων

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.iˈme.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγγυημέων

Κλιτικός τύπος μετοχής

εγγυημένων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του εγγυημένος
  2. γενική πληθυντικού του εγγυημένη, θηλυκό του εγγυημένος
  3. γενική πληθυντικού του εγγυημένο, ουδέτερο του εγγυημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.